- ὀρύγων
- ὄρυξpickaxemasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ORYX — I. ORYX locus Arcadiae ad Ladonem fluv. Pansan. l. 8. II. ORYX unicorne animal, Aristoteli l. 2. c. 1. et Plinio l. 11. c. 46. quorum hic ponit in censu caprarum silvestrium, quas ut doceat in plurimas figuras transfigurari, postquam caprcas… … Hofmann J. Lexicon universale
SIMI — Graece Σιμοὶ, apud Agatharchidem c. 26. ubi de Struthophagis, Πολεμούμενοι δὲ ὑπὸ τȏυ Σιμῶν. οὗτοι τοῖς τȏυ ὀρύγων κέρασιν ὃπλοις χρῶνται μεγάλοις, καὶ τρητικοῖς οὖσι, Illis bella inferunt Simi; qui pro telis utuntur orygum cornibus, grandibus… … Hofmann J. Lexicon universale
φυσητήρας — ο / φυσητήρ, ῆρος, ΝΑ 1. το φυσερό 2. το όργανο τής φάλαινας με το οποίο αυτή ξεφυσάει το νερό νεοελλ. 1. ζωολ. α) γένος και κοινή ονομασία τού κητώδους θηλαστικού Physeter macrocephalus (catodon) τής οικογένειας φυοητηρίδες, γιγάντιου… … Dictionary of Greek
όρυξ — ο (Α ὄρυξ, υγος και κατά τον Ησύχ. ὄρυγξ, υγγος) αντιλόπη τών ερημικών περιοχών τής Αφρικής και τής Αραβίας, που ονομάστηκε έτσι από τα μακριά και αιχμηρά κέρατά της («μονόκερων δὲ καὶ δίχηλον ὄρυξ», Αριστοτ.) αρχ. 1. είδος αιχμηρού σιδερένιου… … Dictionary of Greek